- κανονιά
- ηβολή κανονιού: Έπεσαν και μερικές κανονιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανονιά — η [κανόνι] 1. βολή πυροβόλου, κανονιού 2. συνεκδ. βροντή, κρότος βολής πυροβόλου 3. μτφ. χρεωκοπία οικονομική 4. μτφ. αποτυχία μαθητή, απόρριψη … Dictionary of Greek
κανόνια — κανόνιον small bar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… … Dictionary of Greek
κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… … Hofmann J. Lexicon universale
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 … Dictionary of Greek
BALANUS — I. BALANUS Graece Βάλανος, palmula, a glandis fimilitudine; qualis fructus eius palmae, quae myrobalano, i. e. balano myrepsicae pomum finile gignit. De qua vide Salmas. ad Solin. p. 1319. et seqq. Quod nomen Graeeiae populare, de palmae dactylis … Hofmann J. Lexicon universale
OBICES ferrati portarum — apud Amm. Marcellin. l. 21. qui Graecis σεσιδηρωμένοι μοχλοὶ, iidem sunt cum claustris, quae foribus praeducta dicit Germanicus, in paraphrasi Arati, ubi de sidere Cassiopeae, Qualis ferratos obicit clavicula dentes, Succutit et foribus praeducti … Hofmann J. Lexicon universale
VERUCULO pingendi Ars — memoratur Plinio, l. 35. c. 11. ubi de Encaustice: Encaustô pingendi duo fuisse genera antiquitus constat, cerâ et in ebore cestro; td est, veruculo, donec classes pingt coepêre. est autem veruculus, seu veruculum diminutivum a veru, quod telum… … Hofmann J. Lexicon universale